- μεσαιωνοδίφης
- οεπιστήμονας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη και την έρευνα τής ιστορίας, τής γλώσσας και τού πολιτισμού τού μεσαίωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσαίωνας) + -δίφης (< διφῶ «ψηλαφώ»), πρβλ. αστρο-δίφης, ιστοριο-δίφης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Επ. Σταματιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.